- σηματολογία
- η, Νσυνεννόηση με σήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σηματολογία ή στο σηματολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek